ἐπεφέρετο

ἐπεφέρετο
ἐπιφέρω
bring
imperf ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • носитисѧ — НО|СИТИСѦ (18), ШОУСѦ, СИТЬСѦ гл. 1. Быстро, беспорядочно перемещаться, носиться: подобаѥть же вънимати прилѣжьно подвижению разѹма. и не дати имъ бещиньствьно носитисѧ на неже ключитьсѧ. УСт XII/ХIII, 220 об.; и овѣмъ владѣти. и овомъ владомъ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • επιφέρω — (AM ἐπιφέρω) νεοελλ. 1. επενεργώ, επιδρώ για δεύτερη φορά («θα επιφέρουμε τροποποιήσεις στο νομοσχέδιο») 2. αναφέρω συμπληρωματικά, επιλέγω, προσθέτω («επιφέρει παραδείγματα που ενισχύουν τους ισχυρισμούς του») 3. (για επιστολή) μεταφέρω… …   Dictionary of Greek

  • ζωοθαλπώ — ζωοθαλπῶ, έω (Α) θερμαίνω τη ζωή, τη δημιουργία, με τη θαλπωρή δημιουργώ ή συντηρώ τη ζωή («καὶ τὸ πνεῡμα ἐπεφέρετο τοῑς ὕδασι ζωοθαλποῡν», Διόδ. Ταρσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + θαλπώ (< θαλπής < θάλπος < θάλπω)] …   Dictionary of Greek

  • πηρίδιον — τὸ, Α [πήρα] μικρός σάκος, σακίδιο, σακουλάκι, ταγαράκι («ἐκ πηριδίου τινὸς ὅ ἐπεφέρετο προκομίσασα», Ηλιόδ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”